- φοίνιος
- -ία, -ον, θηλ. και -ος, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που έχει το βαθυκόκκινο χρώμα τού αίματος, αιματόχρωμος2. αυτός που επιφέρει θάνατο, θανατηφόρος («χεῑρα φοινίαν», Σοφ.)3. αιμοχαρής («φοινίαν Σκύλλαν», Αισχύλ.)4. φρ. «φοίνιος σάλος»μτφ. λοιμός (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «ερυθρός, κόκκινος» + κατάλ. -ιος (πρβλ. δόχμ-ιος: δοχμός, θούρ-ιος: θοῦρος). Ο τ. φοίνιος απαντά συχνότερα από τον τ. φοινός και χρησιμοποιείται και με σημ. «φονικός», αντί τού επιθ. φόνιος, για μετρικούς λόγους (για τη σχέση τών οικογενειών τών λ. φόνος και φοινός, βλ. λ. φοινός)].
Dictionary of Greek. 2013.